- διαιρετικός
- -ή, -όαυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να διαιρεί, να χωρίζειαρχ.1. ο πρόσφορος για χωρισμό2. αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους3. (ρητ.) μεριστικός4. (λογ.) προερχόμενος από διαίρεση5. το θηλ. ως ουσ. η διαιρετικήκλάδος τής διαλεκτικής6. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το διαιρετικόνμικρή ορίζονται γραμμή (-) με την οποία οι λέξεις χωρίζονται σε συλλαβές (αλλιώς ενωτικό, συνέχεια7. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) τα διαιρετικάτα διαλυτικά (··) (αλλιώς διάστιγμα).
Dictionary of Greek. 2013.